- κεντρικός
- -ή, -ό (Α κεντρικός, -ή, -όν) [κέντρον]αυτός που βρίσκεται στο κέντρο, σε κύριο, κεντρικό σημείο, κεντρώος, μεσαίος («κεντρική Ασία»)νεοελλ.1. αυτός που βρίσκεται σε θέση πολυσύχναστη («κεντρική οδός»)2. αυτός που χρησιμεύει ως κέντρο από το οποίο ορμώνται ή εξαρτώνται άλλα ομοειδή πράγματα ή φαινόμενα («κεντρική θέρμανση»)3. φρ. «κεντρική ιδέα» — η αρχική, η θεμελιώδης ιδέα, από την οποία εξαρτώνται οι επί μέρους ιδέες.
Dictionary of Greek. 2013.